- απιθώστρα
- η завалинка или большой камень (служащий вместо стола при домашних работах во дворе, а также для отдыха у сельских жителей)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απιθώστρα — η μέρος (συνήθως πλατιά πέτρα) πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να καθίσει: Κάθισε σε μιαν απιθώστρα να ξαποστάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)